Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Ένα Βουνό για Πολεμιστές


Υπάρχει κάπου ένα γαλάζιο, ουρανομίλητο βουνό, με απόκρημνες πλαγιές και χιόνια στην κορφή που δε λιώνουν παρά μόνο στον καυτό ήλιο του καλοκαιριού.
Ανατολικά σχηματίζονται δώδεκα αγέρωχες κορυφές που προκαλούν δέος και δυτικά μια θάλασσα γαλήνια ακουμπά και δροσίζει τα πόδια του.
Ο ήλιος στην πιο ψηλή κορφή του θα στείλει την πρώτη ακτίνα και αυτή θα αποχαιρετίσει τελευταία από μακριά, σα θα βυθίζεται στη θάλασσα.
Στους πρόποδες υπάρχουν καλλιέργειες με ελιές , αμπέλια και υγρούς μπαξέδες, που παραχωρούν όσο ανεβαίνουμε, τη θέση τους στο πεύκο και το έλατο και αυτά ακόμα πιο ψηλά, στην πέτρα και το χιόνι.
Βαθιά φαράγγια το χαράζουν και αφήνουν τα νερά να κατηφορίζουν στο διψασμένο κάμπο.
Θεραπευτικά βότανα φύονται παντού κι ο αέρας μεταφέρει αρώματα από δεντρολίβανο, μέντα, θυμάρι,λεβάντα και τσάι.
Εκτάσεις ολόκληρες καλύπτονται από λευκές μαργαρίτες την άνοιξη, ενώ τα δύσβατα μονοπάτια προτιμούν να στολίζονται με κόκκινες παπαρούνες και κίτρινα αγριολούλουδα.
Από τους βράχους ξεπηδούν πηγές με κρύο νερό και ολόγυρα θεόκορμα πλατάνια φιλοξενούν χιλιάδες πουλιά στα δυνατά πλεγμένα κλαδιά τους.
Σ΄ ένα οροπέδιο σχηματίζεται μια μικρή λίμνη όπου τα γαλήνια κρυστάλλινα νερά της, βάφονται καταπράσινα από τα πεύκα που την περιβάλλουν.
Από εκεί κοντά ξεκινά ποτάμι και κατηφορίζει αργά, αποφασιστικά, σίγουρα, να βρεί τη θάλασσα.
Σαν ξεσπά καταιγίδα τότε ο άνεμος, η αστραπή, η βροχή και οι κορφές των δέντρων, χορεύουν σ΄ ένα ξέφρενο Διονυσιακό ρυθμό σφιχτά αγκαλιασμένα!
Η πυραμιδική κορυφή του είναι τυλιγμένη στα σύννεφα και το θρύλο.
Μοιάζει σα μια τεράστια αντένα που σκορπά μια απόκοσμη μουσική.
Όταν ξημερώνει, η θεόρατη σκιά της πέφτει επιβλητική πάνω σε όλο όλο τον κόλπο.
Λένε πως είναι κατοικία ενός φωτεινού θεού και υπάρχει κι ένας ναός ερειπωμένος, αφιερωμένος σε αυτόν.
Κάθε χρόνο, από τα πολύ παλιά χρόνια, ανεβαίνουν εκατοντάδες προσκυνητές μετά από πολλές ώρες κοπιαστική πορεία να πάρουν την ευλογία του.
Καταχτητής δεν πάτησε ποτέ αυτό το βουνό.
Απροσκύνητοι ντόπιοι απέκρουσαν με απίστευτο πείσμα κάθε επίθεση κι ενώ όλη η χώρα σκλαβωνόταν αυτό έμεινε ελεύθερο...
Και η Ελευθερία επέζησε και δεν έφυγε ποτέ από εκεί, με μια μικρή μα ηρωική φρουρά να την προστατεύει, να γυμνάζεται υπομονετικά και να περιμένει την επανάσταση.
«Κι άλλο καλό δε μάθαμε, πιο κάλλιο από τη λευτεριά!» τραγουδούσαν οι ανυπόταχτοι μαζί με τα θρηνητικά τους μοιρολόγια, που τα είχαν για να μπορούν να αντέξουν τη σκληρή μοίρα της φτώχειας, της άγονης πέτρας, της επαγρύπνησης και της αξιοπρέπειας.
Ποιητές γράφανε πως είχαν ανάγκη να γυρίζουν συχνά κοντά του, για να πάρουν ξανά δύναμη σαν τον μυθικό Ανταίο.
Αυτό το βουνό είχε διαλέξει για καταφύγιο ο Ηρακλής για να γιατρεύει τις πληγές του μετά τους άθλους του και να αναλογίζεται τους επόμενους...
Εκεί ένας μεγάλος νομοθέτης στοχάστηκε και συνέγραψε τους αυστηρούς νόμους, που παράδωσε στη Πόλη που έμελλε να γίνει η ισχυρότερη του κόσμου για πάνω από εφτακόσια χρόνια!
Στις κατάφυτες πλαγιές του γυμναζόταν ο αήττητος στρατός της.

Στα μισά του δρόμου ξεχωρίζουν αριστερά τρία πλατύσκαλα που οδηγούν στην πρώτη σπηλιά που συναντάμε.
Στο πρώτο γράφει «δε έχω τίποτα», στο δεύτερο «δε θέλω τίποτα» και στο τρίτο «δε ζητώ τίποτα».
Μέσα στη σπηλιά χάσκει ένα βάραθρο προκαλώντας τον Ταξιδιώτη να πετάξει ότι άχρηστο βάρος κουβαλά.
Κάθε σκέψη και συναίσθημα αδυναμίας ας σπρωχτεί εδώ αδίσταχτα στο κενό.
Κάθε τι αδύναμο και άρρωστο, κάθε φόβος, κάθε μνησικακία, χρειάζεται να ριχτεί εκεί.
Μόνο ένα ραβδί κι ένα παγούρι νερό επιτρέπεται να έχει μαζί του ο Οδοιπόρος.
Μόνο μια επιθυμία, ν΄ ανέβει.
Δίχως τούτο το βαθύ σπήλαιο , η Πόλη κάτω δε θα έφτανε σε αυτό το μεγαλείο.
Κάθε πολεμιστής που αγαπά τη δύναμη, οφείλει να έχει το δικό του βάραθρο, και εκεί να ρίχνει ότι δε συμβαδίζει με το σκοπό που έταξε στον εαυτό του.
Κάθε πεποίθηση που μας εξασθενεί, κάθε επιθυμία αποπροσανατολιστική με περισσή σκληρότητα χρειάζεται να γκρεμίζεται στην άβυσσο που χάσκει.
Ο παγωμένος αέρας που έρχεται θαρρείς από τα έγκατα της γης, ας μη μας τρομάζει.
Το σκοτάδι ας συναντήσει το σκοτάδι.

Όσο ανηφορίζουμε, το φως θεριεύει, απλώνεται σιγή, μεγαλώνει η αναπνοή και μόνο αετοί σχίζουν σιωπηλά τον αέρα.
Η καθαρότητα του αέρα μοναδική, η θέα απέραντη, ο κάμπος απομακρύνεται και μόνο η θάλασσα αστράφτει μακριά στο φως.
Από εδώ η δύναμη του βουνού περνάει στα μέλη του Οδοιπόρου που ακούραστος συνεχίζει για την κορυφή.
Ύψος, αυτοπεποίθηση, ορμή, αποφασιστικότητα, γαλήνη.

Κοντά στη κορυφή, ο θρύλος λέει,πως μια δεύτερη μεγάλη βαθιά σπηλιά περιμένει αυτόν που έφτασε ως εδώ.
Λένε πως Νύμφες τη φρουρούν και δεν επιτρέπουν σε οποιονδήποτε να τη βρει.
Λένε πως είναι αυτή η κατοικία του Πνεύματος του Βουνού και πως μέσα καίει διαρκώς μια φωτιά.
Όποιος πλησιάζει βλέπει χαραγμένη πάνω από την είσοδο, μόνο μια λέξη: ΥΠΗΡΕΣΙΑ.
Κι ύστερα μπαίνει μέσα.